- τριλοφία
- τριλοφίᾱ , τριλοφίαtriple crestfem nom/voc/acc dualτριλοφίᾱ , τριλοφίαtriple crestfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριλοφίᾳ — τριλοφίαι , τριλοφία triple crest fem nom/voc pl τριλοφίᾱͅ , τριλοφία triple crest fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριλοφία — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.) του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγκαθιάς. * * * ἡ, Α [τρίλοφος] 1. το τριπλό λοφίο πτηνού ή περικεφαλαίας 2. περικεφαλαία με τρία λοφία … Dictionary of Greek
τριλοφίας — τριλοφίᾱς , τριλοφία triple crest fem acc pl τριλοφίᾱς , τριλοφία triple crest fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριλοφίαν — τριλοφίᾱν , τριλοφία triple crest fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριλοφίαις — τριλοφία triple crest fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CRISTA — I. CRISTA apud Virgilium, l. 9. Aen. v. 732. ubide Turno, tremunt in vertice cristae Sanguineae ornatus galeae est, qui illam admirabilem reddit, ut loquitur Etymologicum, Τὸ περιςςεϋον τῆς περικεφαλαίας ἀνάςτημα χάριν κόσμου καὶ καταπλήξεως.… … Hofmann J. Lexicon universale